- μελήκτα
- ηζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας apidae, τα οποία είναι μαύρες μέλισσες με λευκές κηλίδες και είναι παράσιτα τής ανθοφόρας και άλλων μοναχικών μελισσών, στη φωλιά τών οποίων εισβάλλουν για να γεννήσουν τα αβγά τους μέσα στο μέλι που προορίζεται για τις προνύμφες τού ξενιστή.
Dictionary of Greek. 2013.